εύφημος

εύφημος
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον μύθο, ήταν ταχύτατος στα πόδια και περπατούσε επάνω στα κύματα. Ήταν υποπηδαλιούχος της Αργούς. Στη Λήμνο συνδέθηκε με τη Μαλάχη ή Λαμάχη και από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Λευκοφάντης, του οποίου οι απόγονοι εκδιώχτηκαν από τους Τυρρηνούς ναυτικούς και πήγαν στη Σπάρτη και στη Θήρα, απ’ όπου ξεκίνησαν να αποικίσουν την Κυρήνη.
* * *
-η, -ο (ΑΜ εὔφημος, -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί καλά λόγια, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός, ο κολακευτικός («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι περί τε τοῡ πατρός», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «εὐφημη μνεία» — αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι με επαινετικά λόγια
μσν.-αρχ.
φημισμένος, διάσημος
αρχ.
1. αυτός που εκπέμπει ευοίωνη φωνή
2. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο αίσιος, ο ευοίωνος («θεὸν ὑμνεῑν... εὐφήμοις μύθοις», Ξεν.)
3. αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική σιγή (α. «εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα», Αισχύλ.
β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη χωρίς ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, Σοφ.)
4. μαλακός, ήπιος («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί κανείς με ήπιες εκφράσεις, Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με σιγή, σιωπηρά
β) «εὔφημα φωνῶ» — ευφημώ
γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι
6. πλήρης σεβασμού, ευλαβικός («εὔφημος καὶ ἀληθὴς οὗτος ὁ λόγος», Διον. Αλεξ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔφημα
οι έπαινοι, τα εγκώμια.
επίρρ...
ευφήμως (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη μνεία, επαινετικά
μσν.-αρχ.
1. με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις
αρχ.
με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος, περί-φημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Εὔφημος — uttering sounds of good omen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφημος — uttering sounds of good omen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφημος — η, ο αυτός που εκφράζεται με καλά λόγια, ο κολακευτικός, ο εγκωμιαστικός: Απονεμήθηκε στον υπάλληλο εύφημη μνεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐφημότερον — εὔφημος uttering sounds of good omen adverbial comp εὔφημος uttering sounds of good omen masc acc comp sg εὔφημος uttering sounds of good omen neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημοτάτων — εὔφημος uttering sounds of good omen fem gen superl pl εὔφημος uttering sounds of good omen masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημοτέρων — εὔφημος uttering sounds of good omen fem gen comp pl εὔφημος uttering sounds of good omen masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημότατα — εὔφημος uttering sounds of good omen adverbial superl εὔφημος uttering sounds of good omen neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημότατον — εὔφημος uttering sounds of good omen masc acc superl sg εὔφημος uttering sounds of good omen neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφήμως — εὔφημος uttering sounds of good omen adverbial εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφημον — εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem acc sg εὔφημος uttering sounds of good omen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”